- ελάσιμος
- -η, -ο(για μέταλλα) αυτός που επιδέχεται σφυρηλασία, που μπορεί κανείς να τον διαπλατύνει με σφυρηλάτηση, ελατός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελάσιμος — η, ο (για μέταλλα), που επιδέχεται έλαση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)